- σκορπιόπληκτος
- σκορπιό-πληκτος, ον,= σκορπιόδηκτος (q.v.), Dsc.4.192, Philum.Ven.10.1, al.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σκορπιόπληκτος — ον, Α δαγκωμένος από το έντομο σκορπιός. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκορπίος + πληκτος (< πλήττω), πρβλ. κεραυνό πληκτος] … Dictionary of Greek
σκορπιοπλήκτοις — σκορπιόπληκτος masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκορπιοπλήκτους — σκορπιόπληκτος masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκορπιοπλήκτων — σκορπιόπληκτος masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)